στεάτινος

στεάτινος
-η, -ο / στεάτινος, -ίνη, -ον, ΝΑ [στέαρ, -ατος]
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται ή παρασκευάζεται από στέαρ
αρχ.
(για άρτο) σταίτινος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στεάτινος — η, ο αυτός που αποτελείται από στεατίνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεατίνων — στεάτινος fem gen pl στεάτινος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεάτινον — στεάτινος masc acc sg στεάτινος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατίνους — στεάτινος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατίτης — Πυριτικό ορυκτό, ποικιλία του τάλκη, που συνήθως εμφανίζεται σε κρυπτο κρυσταλλικά συσσωματώματα. Είναι επίσης γνωστός με την ονομασία ορεόστεαρ ή σαπωνόλιθος. Έχει σκληρότητα 1,0 1,5, ειδικό βάρος 2,6 2,8 και τα χρώματα του ποικίλλουν (άσπρο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”